κοινόχρηστος

κοινόχρηστος
-η, -ο
1. αυτός που είναι κοινής χρήσης
2. φρ. «κοινόχρηστος χώρος» — ο χώρος που βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και χρησιμεύει για εξυπηρέτηση τού συνόλου τών κατοίκων της, όπως είναι λ.χ. οι δημόσιες πλατείες, τα δημόσια λουτρά κ.ά.
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοινόχρηστα
χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κατά μήνα και κατ' αναλογία από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας για τα κοινά έξοδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -χρηστος (< χρῶμαι), πρβλ. εύ-χρηστος, νεό-χρηστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοινόχρηστος — η, ο ο προορισμένος για τη χρήση του κοινού: Ο χώρος αυτός είναι κοινόχρηστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινοχρηστία — κοινοχρηστία, ἡ (Μ) [κοινόχρηστος] 1. η κοινή χρήση κάποιου πράγματος 2. η κοινή χρησιμότητα, η κοινή ωφέλεια από ένα πράγμα …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιμαίος — κοινωνιμαῑος και κοινωνιμιαῑος, αία, ον (Α) πάπ. αυτός που ανήκει από κοινού σε κάποιους, ο κοινής χρήσεως, ο κοινόχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνός + κατάλ. ιμαῖος (από συνδυασμό τών καταλ. ιμος και αῖος), πρβλ. επιστολ ιμαίος, υποβολ ιμαίος] …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • πλατεία — I Oνομασία πολλών μικρών νησιών του Αιγαίου. Οφείλεται στο πλατύ σχήμα τους. 1. Ένα από τα νησιά της συστάδας των Διαπορίων του Σαρωνικού. 2. Νησί κοντά στην Αίγινα. 3. Νησί κοντά στη Χίο, η αρχαία Πηλούς. 4. Νησί στο βορειοανατολικό άκρο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”